Contenu de sensagent

  • définitions
  • synonymes
  • antonymes
  • encyclopédie

Lettris

Lettris est un jeu de lettres gravitationnelles proche de Tetris. Chaque lettre qui apparaît descend ; il faut placer les lettres de telle manière que des mots se forment (gauche, droit, haut et bas) et que de la place soit libérée.

boggle

Il s'agit en 3 minutes de trouver le plus grand nombre de mots possibles de trois lettres et plus dans une grille de 16 lettres. Il est aussi possible de jouer avec la grille de 25 cases. Les lettres doivent être adjacentes et les mots les plus longs sont les meilleurs. Participer au concours et enregistrer votre nom dans la liste de meilleurs joueurs ! Jouer

Dictionnaire de la langue française
Principales Références

La plupart des définitions du français sont proposées par SenseGates et comportent un approfondissement avec Littré et plusieurs auteurs techniques spécialisés.
Le dictionnaire des synonymes est surtout dérivé du dictionnaire intégral (TID).
L'encyclopédie française bénéficie de la licence Wikipedia (GNU).

Traduction

Changer la langue cible pour obtenir des traductions.
Astuce: parcourir les champs sémantiques du dictionnaire analogique en plusieurs langues pour mieux apprendre avec sensagent.

Dernières recherches dans le dictionnaire :

calculé en 0.031s


 » 

dictionnaire analogique

ανησυχητικά - λαίμαργοσ - κάνω - acquisitif, avide (fr) - άπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - παθητικός - θριαμβευτικά, πανηγυρικά - exhaustivement (fr) - επίτηδες, εσκεμμένωσ - involontairement (fr) - παθητικά - εμβρόντητος, σοκαρισμένος, φοβισμένος - επιρρεπής στον πανικό, πανικόβλητος, που πανικοβάλλεται εύκολα - ακλόνητος, θαρραλέος - υπεύθυνα - αμνησία - με καμάρι, περήφανα - ασφαλώς, βεβαίως, και βέβαια!, με βεβαιότητα, με σταθερή απόδοση, πράγματι, ρητά, σίγουρα, σαφώς, χωρίς λάθη - communément (fr) - ειλικρινά - γενναία, θαρραλέα, λεβέντικα - ευσυνείδητα, ευσυνειδήτωσ, προσεκτικά, σχολαστικά - μετρημένα, σοβαρά - αναιδώς, θαρραλέα, τολμηρά - επιδέξια, επιτήδεια, ικανά, ικανώσ, ταιριαστά - ανήσυχα - intellectuellement (fr) - επίσημα, σοβαρά - άξεστα, τραχιά, χυδαία - απαίσιος, τρομακτικός, τρομαχτικός, φρικτός - απαίσιος, τρομακτικός, φοβισμένος - απειλητικός, αποκρουστικός - ανατριχιαστικός, εφιαλτικός, φρικιαστικός - έντρομοσ, τρομακτικόσ, τρομαχτικόσ, φοβιτσιάρησ - γενναίος, τολμηρός, τρομερός - αρρωστημένος, μακάβριος - abusivement, improprement (fr) - άφοβα, ακλόνητα, ανενδοτώσ, ατρόμητα - έξυπνα - ευγενικά - άξεστα, αγενώς, χυδαία - εγκάρδια - αξιέραστα, εγκάρδια, ευγενικά, καλοδιάθετα, προσηνώς, φιλικά - απειλητικά, δυσοίωνα - ατρόμητος, γενναίος - effroyablement (fr) - ντροπαλός - θαρραλέος - φρικιαστικά - γενναίος - δειλός - λιγόψυχος - manqué de courage, pusillanime, timoré (fr) - υπεροπτικά - βεβαίωσ - άπληστα, λαίμαργα - grossièrement (fr) - volontairement, volontiers (fr) - λεπτομερής - βιαστικός, πεταχτός - régulièrement (fr) - τρομερά, φοβερά - μετά χαράς - gloutonnement (fr) - de mauvaise grâce (fr) - αγαλλιασμένος, κεφάτος - εύθυμος, ζωηρός, κεφάτος, φαιδρός, χαρωπός - ριψοκίνδυνα - ηρωικά - απαθώς - καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - γνωστικά, συνετά, φρόνιμα - επιεικώς - doucereusement (fr) - μονότονα - φλεγματικώσ - μικροσκοπικά - αισθησιακά - solitairement (fr) - στωικώσ - γενναία - avec voracité, voracement (fr) - αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω , κατανοώ - αντιλαμβάνομαι - αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι σωστά, εννοώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, κατανοώ, συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ - λαμβάνω γνώση, ξέρω - έχω μάθει, γνωρίζω, ξέρω απ' έξω - έχω οικειότητα με κπ., μαθαίνω, ξέρω - βιώνω, ζω - ξέρω - συγχέω - αντιλαμβάνομαι τι υπονοεί ένα κείμενο, μαντεύω τι υπονοεί ένα κείμενο - ερμηνεύω - εκλαμβάνω, παίρνω - ιπποτικός - άξεστος, απότομος - γίνομαι, διαμορφώνομαι, καθίσταμαι - προβλέπω - βοηθώ στις πωλήσεις, πουλώ - μεταπείθω, παίρνω με το μέρος μου - αποτρέπω - Πιαζέ, Πιαζέτ - Burrhus Frederic Skinner (fr) - affectif, affectionné (fr) - ενδόμυχος, εσωτερικός, μύχιος - περιγράφω, χαρακτηρίζω, χαρακτηρίζω κπ. ως - εμμονή, επιμονή - agressivité, violence (fr) - αγωγή, ανατροφή, πράξεις - συμπεριφορά - κρύος, ψυχρός - διανοητικός - έξυπνος, ευφυής, οξύνους - εκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος - ακούσιοσ - introspectif, introverti (fr) - séduire (fr) - branler, masturber, pratiquer l'onanisme, toucher (fr) - υπάκουος - αντίθετος, δύστροπος - επίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - πάω γυρεύοντας, προκαλώ - αποσπώ, εκμαιεύω - déchaîner, enflammer (fr) - assurer, garantir (fr) - ανάβω, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι - εμπνέω φόβο, ξαφνιάζω κπ., σκιάζω, τρομάζω, τρομάζω κπ., τρομοκρατώ, φοβίζω - προκαλώ φρίκη, σοκάρω - αναστατώνω, αποθαρρύνω, διαταράσσω, ξεσηκώνω, ταράζω - mourir (fr) - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εκφοβίζω, πτοώ, τρομοκρατώ - εξαγριώνω, εξοργίζω - αναστατώνω, απορυθμίζω, αποσυντονίζω, διαταράσσω, εξοργίζω, συγχίζω, ταράζω, ταράσσω, φέρνω σε δύσκολη θέση - μπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - εμπλέκομαι σε οικονομικά προβλήματα, ντροπιάζω, προσβάλλω, φέρνω σε δύσκολη θέση - υποφέρω - perdre (fr) - απογοητεύω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ. - εξευτελίζω, μειώνω, ταπεινώνω - εξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβιβάζω - ελαττώνω, μειώνω - περιορίζω, συγκρατώ - αναπτερώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω - εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ξαναζωντανεύω - εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω - abattre (fr) - καίγομαι - αλαζονικός, επηρμένος - αγέρωχος, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερφίαλος, υπερόπτης - επηρμένος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, που έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα - προσεκτικός, συνετός - υπεύθυνος - ευαισθητοποιώ - διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, συγκινώ - διαβολικόσ, σκανδαλιάρικος - μετρημένος, σοβαρός - βρίσκω - αντιμάχομαι, αντιστρατεύομαι, καταπολεμώ, στρατεύομαι - επηρεάζω - χαρακτηρίζω - comportemental (fr) - αντισημιτικός - image (fr) - κεφάλι, κεφαλή, μυαλό - ασυνείδητο - εξυπνάδα, ευφυΐα, νοημοσύνη - μυαλό, νοημοσύνη, νοητική ικανότητα, ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυϊα - δόλος, εξαπάτηση, επιδεξιότητα, ευστροφία, πανουργία, πονηριά - καθυστέρηση ανάπτυξης, οπισθοδρομικότητα - ικανότητα, χάρισμα - έγνοια, ευθύνη, καθήκον, μέλημα - πλάσμα, πράγμα, υποθέσεις, υποκείμενο, υπόθεση - tour d'ivoire (fr) - anima (fr) - ανάμειξη, ενδιαφέρον, μπλέξιμο, προσοχή - αναστάτωση, αταξία - αμηχανία, ματαίωση, σάστισμα - απορία, μπέρδεμα, περιπλοκή, σύγχυση - αίνιγμα, γρίφος, μυστήριο, μυστικό - δίλημμα - βεβαιότητα, πεποίθηση, σιγουριά - αυτοπεποίθηση, βεβαιότητα - πεποίθηση - πίστη - αβεβαιότητα, αμφίβολη εντιμότητα, αμφιταλάντευση, δισταγμός - έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία, καχυποψία, υποψία, φόβος - αρχή, ηθικός κανόνας, κανόνας - ψυχολογία - γνωστική ψυχολογία - εξελικτική ψυχολογία, παιδική ψυχολογία - πειραματική ψυχολογία - ψυχοφυσική - μπιχεβιορισμός, μπιχεβιοριστική ψυχολογία - νευροφυσιολογία, νευροψυχολογία, ψυχοφυσιολογία - ψυχομετρία - gestaltisme (fr) - κοινωνική ψυχολογία - δυναμική κοινωνικών ομάδων - voix (fr) - παραψυχολόγος - ψυχολόγος - Carl Gustav Jung (fr) - Q.I., QI, quotient intellectuel (fr) - εξαιρετική ευτυχία, ευδαιμονία, μακαριότητα, στον έβδομο ουρανό - αβουλία, αβουλησία - anhédonie (fr) - ύπνωση - αυθυποβολή - υποχονδρία - υπερένταση - λογικότητα - μελαγχολία - agacement, irritation (fr) - συνειρμός, σύνδεσμος - disposition, humeur (fr)[Domaine]

-