Contenu de sensagent

  • définitions
  • synonymes
  • antonymes
  • encyclopédie

Lettris

Lettris est un jeu de lettres gravitationnelles proche de Tetris. Chaque lettre qui apparaît descend ; il faut placer les lettres de telle manière que des mots se forment (gauche, droit, haut et bas) et que de la place soit libérée.

boggle

Il s'agit en 3 minutes de trouver le plus grand nombre de mots possibles de trois lettres et plus dans une grille de 16 lettres. Il est aussi possible de jouer avec la grille de 25 cases. Les lettres doivent être adjacentes et les mots les plus longs sont les meilleurs. Participer au concours et enregistrer votre nom dans la liste de meilleurs joueurs ! Jouer

Dictionnaire de la langue française
Principales Références

La plupart des définitions du français sont proposées par SenseGates et comportent un approfondissement avec Littré et plusieurs auteurs techniques spécialisés.
Le dictionnaire des synonymes est surtout dérivé du dictionnaire intégral (TID).
L'encyclopédie française bénéficie de la licence Wikipedia (GNU).

Traduction

Changer la langue cible pour obtenir des traductions.
Astuce: parcourir les champs sémantiques du dictionnaire analogique en plusieurs langues pour mieux apprendre avec sensagent.

Dernières recherches dans le dictionnaire :

calculé en 0.063s


 » 

dictionnaire analogique

θεατρώνης, θιασάρχης, ιμπρεσάριος, παραγωγός - βοηθός, εργαζόμενος, υπάλληλος - αυτόπτης μάρτυρας - ouvrier, travailleur (fr) - αντιρρησίας συνείδησης - γυναίκα, η σύζυγος, συμβία, σύζυγος - επιστήμονας - μισογύνησ - chômeur (fr) - εργοδότης - frimeur (fr) - έξαρχοσ, αντιπρόσωποσ του πάπα - διαγωνιζόμενος, -ον, -ουσα, συμμέτοχος, συμμετέχων - ταξιδιώτης - χριστόσ - Louis Seymour Bazett Leakey (fr) - Μάτα Χάρι - αγοροκόριτσο - αναίσθητος, εξόφθαλμος, ηλίθιος, χοντροειδής, χοντρόπετσος - κυνικός - μεσσιανικόσ - famille nucléaire (fr) - famille (fr) - νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό - λαός, πληθυσμός - μισθωτοί χειροκροτητέσ - fandom (fr) - Caïn (fr) - αιτών, υποψήφιος - ευεργέτης - κοινός θνητός - επικοινωνών - φοβητσιάρης, φοβιτσιάρης - δημιουργός - προστάτης, υπερασπιστής, φύλακας - ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίστας - παρατηρητής - précurseur (fr) - δουλεύτης, εργάτης, εργαζόμενος, υπάλληλος - κηδεμόνασ - accusateur (fr) - άσος, αστέρι, δεξιοτέχνης, ειδικός, πολύ καλός, φιλότεχνος - θαυμαστής, λάτρης - νεαρός - μοιχόσ - μοιχαλίδα, μοιχαλίσ - αντίπαλος, ανταγωνιστής - σύμβουλος - συνήγορος, υπέρμαχος - αντιπρόσωπος, μυστικός πράκτορας - αντιπρόσωπος λογοτεχνών - προβοκάτορασ - ταραχοποιός - λευκίτησ - Ali Baba et les quarante voleurs (fr) - υποστηρικτής, χρηματοδότης - μαθητευόμενος - κάθαρμα, πρόστυχος - θεία, θείτσα - οικιακή βοηθόσ - αυθεντία - mécanicien, réparateur (fr) - aya, âya (fr) - babu (fr) - νήπιο, νεογνό, πολύ μικρό παιδί - μπέιμπι σίτερ, φύλακασ νήπιων - malfaiteur, mauvais garçon (fr) - θεματοφύλακασ - παιδίο - ramasseur, ramasseur de balles, ramasseuse (fr) - μπεγκούμ - καλλονή, ωραία γυναίκα - meilleur ami (fr) - frère ainé, Loft Story (fr) - sectaire (fr) - σπουδαίο πρόσωπο - γυναίκα διανοούμενη, λόγια γυνή - βαρκάρης - μισθωτής - ευταξίασ ποτοπολείου - αγόρι, νεαρός, παιδί, παλικαράκι - αγόρι, εραστής - soutien de famille (fr) - παλιόφιλος, στενός φίλος, φιλαράκι - αλλοτριοπραγμών, ανακατωσούρησ - αρχιυπηρέτησ, μπάτλερ, οικονόμοσ - απλός θεατής - δόκιμος, μαθητής στρατιωτικής σχολής - καλλιγράφος - κομιστής, φορέας - υπέρμαχος, υπερασπιστής - γραμματέας - προσωπικότητα - πολυλογάς - avare, ladre, liardeur, mégotier, pingre, poicre, pouacre, radin (fr) - ανήλικος, γιος ή κόρη - παιδί, τέκνο - βρέφος, μωρό, παιδί - choragus (fr) - καρόιδο, χάνος - ένα τίποτα, ασήμαντο πρόσωπο - καθαριστής - κόρη - γίγαντας, τιτάνας - σύμβουλος - δεύτερη σύζυγος, παλλακίδα, παλλακίσ - διασύνδεση - γνώστης, ειδήμων, ειδικός, κπ. που έχει την ικανότητα να κρίνει, κριτής - μιμητής - rédacteur, rédacteur publicitaire, rédactrice publicitaire (fr) - chipie, garce, vache (fr) - άτομο, πλάσμα - άπειρος, αρχάριος, νεοφερμένος - λυκόπουλο, νεαρός πρόσκοπος - έφορος μουσείου - φύλακας - cyborg (fr) - κυνικός - μπαμπάς, πατέρας - άνθρωπος θερμοκέφαλος - θυγατέρα, κόρη - δυσφημητήσ, συκοφάντησ - δημαγωγόσ - femme de statut inférieur, femme douteuse (fr) - πηγαίνων - δυσφημιστήσ - avocat du diable, promoteur de la foi (fr) - ημερολογιογράφοσ, χρονικογράφοσ - διευκρινιστήσ - αντικαθεστωτικός, αντιφρονών - ζωντοχήρα - διπλός πράκτορας - αξιοπρεπήσ κυρία, χήρα, χήρα κληρονόμοσ - εργάτησ δημόσιων έργων, εργάτησ εισ δημόσια έργα, σκαφτιάσ - abruti, andouille, âne, cancre, crétin, nigaud, sot (fr) - salarié (fr) - ectomorphe (fr) - égoïste, égotiste (fr) - émancipateur (fr) - απόδημος, μετανάστης, ξενιτεμένος - απεσταλμένοσ - δελεάστρια, ξεμυαλίστρα - ωραιολάτρησ - ευνούχοσ - εξοχότητα - exploiteur, utilisateur (fr) - δημιουργός, ιδρυτής - πεθερόσ - fillette, gamine, jeune fille, petite, petite fille (fr) - παραγωγός - επιπόλαιο κοράσιο, επιπόλαιο κορίτσι, μυγοσκοτώστρα, νεοσσόσ, πουλάκι - κόλακας - αλλοδαπός, ξένη, ξένος - collaborateur indépendant, free-lance, indépendant (fr) - σκουπιδιάρης - γκέισα - type (fr) - auteur (fr) - γολιάθ - Αλφονσος, ζιγκολό, συνοδόσ υπό πληρωμή, συντηρούμενοσ από γυναίκα - δεσποινίς, κοπέλα, κοπελιά, κορίτσι - guide, scoute (fr) - βαφτισιμιά, βαφτισιμιός, βαφτιστήρα, βαφτιστήρι - filleule (fr) - filleul (fr) - bon à rien, propre à rien (fr) - bon (fr) - σαμαρείτησ - gouverneur général, patron (fr) - νεκροθάφτης - grand-oncle (fr) - griot (fr) - groupie (fr) - hallebardier (fr) - abruti, andouille, âne, crétin, idiot, nigaud (fr) - bricoleur, homme à tout faire (fr) - goon (fr) - καπελάς - επικεφαλής, προϊστάμενος, πρόεδρος - αρχηγός κράτους - ακροατήσ - rustaud, rustre (fr) - bâfreur, glouton, goinfre, porc (fr) - οικοδέσποινα, οικοδεσπότης - γυναίκα, νοικοκυρά - φιλάνθρωποσ - εικονοκλάστης, εικονομάχοσ - ανίκανος, βλάκας, γάϊδαρος, διανοητικά καθυστερημένος, ηλίθιος, ιδιώτης, κουτός, μικρόνους, χαζός, χοντροκέφαλος - αμαθήσ, βλάκασ - ερεθιστήσ - επαναστατημένος, στασιαστής - εισβολέας, καταπατητής, παραβάτησ, παρείσακτος - εισβολέας - homme à tout faire, touche-à-tout (fr) - επιστάτης, θυρωρός - γρουσούζησ, ιώνασ - fils, junior (fr) - bonze, gros bonnet (fr) - οικογένεια, σόι - «ξερόλας», παντογνώστης, πολύξερος - παράταιρο στοιχείο - ouvrier, travailleur, travailleur manuel (fr) - κορίτσι - retardataire (fr) - ο μη ειδικός - ναυαγοσώστης - gardien de phare (fr) - μικρή αδερφή - παρατηρητής, σκοπός, φρουρός - άνθρωπος αδύνατος, άνθρωπος που δυναστεύεται από άλλους, αδύνατος - αγροίκος, χοντράνθρωπος - προσωπικότητα, σπουδαιότητα, φωστήρ, φωστήρασ, φωτοβόλο σώμα, φωτοδότησ - soleil (fr) - ενεδρεύων - μάνα, μαμά, μητέρα - machine (fr) - αρχιοικονόμοσ - άντρας - άνδρας - homme (fr) - αδώνησ, αστεροειδήσ αδώνησ - άνθρωπος - homme (fr) - ηθικολόγος - δάσκαλος, καθηγητής, μάστορας, τεχνίτης - adhérent, organe (fr) - αγγελιαφόρος, αγγελιοφόρος, απεσταλμένος, μαντατοφόρος, ξεναγός, συνοδός ομάδας τουριστών - porteur (fr) - métèque (fr) - aspirant (fr) - le soldat fanfaron (fr) - μισάνθρωποσ - κύριος - ήρωας, μοντέλο, πρότυπο, υπόδειγμα - Monsieur (fr) - εργολάβος κηδειών - belle-doche, belle-maman, belle-mère (fr) - μουζίκοσ, ρώσσοσ χωρικόσ - συνονόματος - ανιστορητής, αφηγητής, αφηγητής ιστορίας - ματαιώτησ - νεοφερμένος - avare, avaricieux (fr) - oiseau nocturne (fr) - αμερικανάκι, κουτορνίθι - αρχάριος, δόκιμος μοναχός, πρωτάρης - νυμφίδιο - antiquité (fr) - αυτός που χειραγωγεί και εκμεταλλεύεται τους άλλους, χειριστής - opiomane (fr) - lunetier, lunettier, opticien, opticienne (fr) - ρήτορας - orpheline (fr) - απόβλητος, απόκληρος, παρίας - επιστάτης - ιδιοκτήτης, κάτοχος - γονιός, κηδεμόνας - député, parlementaire (fr) - party girl (fr) - sponsor (fr) - πολιούχος, προστάτης άγιος - αγροίκος, βάρβαρος άνθρωπος - gratte-papier, rond-de-cuir (fr) - περφεξιονιστής, τελειομανής - πείθων - pharisien (fr) - αλτρουιστής, φιλάνθρωπος - φίλος από τα παιδικά χρόνια - πορνογράφος - επαγγελματίασ - απατεών, μπαγαποντιά - προκάτοχος, πρόδρομος - πρόεδρος, πρόεδρος της δημοκρατίας - θέση προέδρου, πρόεδρος - prince charmant, Prince Charmant (fr) - transformateur (fr) - επαγγελματίας - εργάτης - ''colloquial:'' πουτάνα, ιερόδουλη, πουτάνα, πόρνη, πόρνος, τσουλί, τσούλα - prude (fr) - πυγμαίος - λεπτολόγοσ, φιλόψογοσ - oiseau rare (fr) - péquenaud, rustre (fr) - επιδιορθωτής - εκπρόσωπος - ερευνητής - retraité (fr) - έμπιστος - αγωνιζόμενος, αμφισβητίας, αντίζηλος, αντίπαλος, ανταγωνισμός, ανταγωνιστής, διεκδικητής, υποψήφιος - αγύρτησ, απατεώνας, κατεργάρης - σύνοικοσ - μικρόσωμο ζώο, νάνοσ, νανώδεσ ζώο - ταμπού - père Noël, Saint Nicolas, Santa Claus (fr) - σατράπης - διαδίδων σκάνδαλα, κουσκουσούρησ, κουτσομπόλησ - αποδιοπομπαίος τράγος, εξιλαστήριο θύμα - μαθήτρια, μαθητής - écolière (fr) - ευρίσκων τον δρόμο - scoutisme marin (fr) - μυστικός πράκτορας - άτομο ηλικίας μεταξύ 70 και 79 χρόνων - άποικος - shiksa (fr) - διαβιβαστής, σηματωρός - αγαθιάρης, χαζός - κύριε - αδερφή - εύκολος στόχος - ακροβοληστήσ - εξειδικευμένος εργάτης - δούλα - λουφαδόρος, φυγόπονοσ - μοχθών, υποτακτικός - υπνοβάτης - ange, beauté, belle femme (fr) - αγόρι - περπατημένος - ομιλητής - θεατής - champignons, fungi (fr) - soupe au lait (fr) - καταθλιπτικός, ξενέρωτος - εκπρόσωπος - interprète, porte-parole, représentant, représentant du peuple (fr) - intervenant, partie prenante (fr) - αναπληρωτής, αντικαταστάτης, ενισχύσεις, εφεδρικές δυνάμεις, υποκατάστατο, υποκατάστατος - προγονή, προγονός - παραγυιόσ, πρόγονοσ - άγνωστος, άλλος, ξένος - fille des rues, fille publique, gamin des rues, gamine des rues (fr) - άντρακλας - κατώτερος, υφιστάμενος - διάδοχος - γυναίκα που κυοφορεί το παιδί κάποιας άλλης, δανεική μητέρα - survivant (fr) - επιζών - συκοφάντησ, χαμερπήσ κόλαξ - έμπειρος σε θέματα τακτικής - factotum (fr) - commettant (fr) - coéquipier (fr) - technicien (fr) - intérimaire (fr) - πειρασμός, πλάνος - μάστιγα, φόβος και τρόμος - maigre (fr) - νήπιο, πιτσιρίκι - βασανιστής - εκπαιδευόμενος - αλήτης - transfert (fr) - μπελαλής, ταραξίασ, ταραχοποιός - δακτυλογράφοσ - vilain petit canard (fr) - αλητάκι, χαμίνι - χρήστης - ξεναγός, ταξιθέτης - η αγαπημένη, ο, ο αγαπημένος - végan, végétalien, végétalienne (fr) - αξιωματούχος, πολύ σημαντικό πρόσωπο - εθελωντήσ φρουρόσ - παλιάνθρωπος - επισκέπτης, καλών - αλεπού, αλουπού, δύστροπη γυναίκα, θηλειά αλώπηξ, θηλυκή αλεπού, στρίγγλα - ηδονοβλεψίασ - πλύστρα - γλεντών - φρουρός ασφαλείας - τροφός - χήρα - χήρος - Κα, κυρία - femelle, femme, fille d'Eve, gonce, gonze, gonzesse, greluche, grosse, moukère, mouquère, typesse (fr) - γυναίκα - γυναικάς, μουρντάρησ - wonder woman (fr) - εργάτησ, κατασκευαστήσ - βλάχος, επαρχιώτης, χωριάτης - άνθρωπος - νέος, νεανίσκος, νεαρός, παλληκαράκι - γιάπης - zoo keeper (fr) - Daniel Boone (fr) - Brigit, Brigitte (fr) - Χρήστος, Χριστόφορος - Thomas Alva Edison (fr) - Robert Fulton (fr) - Mary Leakey (fr) - Richard Leakey (fr) - Παναγία - Noémi (fr) - Patrice, Patrick, Saint Patrick (fr)[Domaine]

-